Τρίτη, Σεπτεμβρίου 06, 2005

City boy.01

Μήπως είναι πιο απλό να βρεις τον πιο ανώδυνο τρόπο για να μην ζήσεις και δεις αυτό το σώμα να λιώνει; Θυμάσαι τη μάνα σου πέρσι το καλοκαίρι στις Σπέτσες. Καθόσαστε στη Ντάπια και πίνατε καφέ παρέα. ‘Είσαι ανασφαλής Γ. και ωθείς τον εαυτό σου σε καταχρήσεις’. Και μετά γέλια, ένα πείραγμα και μια κίνηση για να την καθησυχάσεις. Και σκέψεις. Σκέψεις ένα σωρό για την αλήθεια που είχαν τα λόγια της.

Η μάνα σου μπορούσε πάντα να βλέπει μέσα στο κεφάλι σου. Αυτή ήταν η ικανότητα της. Και το πρόβλημα της δίχως άλλο. Ηξερε, ένιωθε από πριν όσα θα συμβούν-ίσως όχι με την ακριβή τους μορφή- αλλά σίγουρα ήταν σε θέση, ξέροντας σε, να καταλαβαίνει πού οδηγείσαι. Δεν θέλεις να της το πεις. Ασφαλώς θα το μάθει όμως. Είναι κακό να χεις πατέρα γιατρό και μάλιστα μικροβιολόγο. Ασχολείται με όλους ακόμη κι όταν δεν το θέλουν-πόσο μάλλον με τον ίδιο του το γιο. Είναι θέμα χρόνου. Αν δεν το ξέρει ήδη θα το μάθει στα επόμενα λεπτά. Κλείσε το κινητό σου. Έτσι τουλάχιστον δεν θα την βλέπεις να πασχίζει να σε βρει. Θα της πεις πως τέλειωσε η μπαταρία. Δεν είναι όμως άλλη μια σκανταλιά αυτό. Δεν είναι κακοί βαθμοί στον έλεγχο του τριμήνου. Δεν είσαι πια 15 χρονών…

Είσαι άρρωστος λοιπόν. Αυτό είναι που στ’ αλήθεια συμβαίνει. Αυτό πρέπει να πάρεις απόφαση. Οχι, ο πατέρας σου. Εσύ. Εσύ πρέπει να το πάρεις απόφαση. Τελειώνουν όλα. Και τώρα; Τι κάνεις; Έχεις χρέη. Πρέπει να πάρεις πτυχίο. Πρέπει να ταξιδέψεις. Πρέπει να κάνεις κάτι καλό για να σε θυμούνται γι αυτό. Τι όμως; Αν φύγεις και πας αποστολή με τους γιατρούς χωρίς σύνορα; Εκεί παίζει ένα καλό ενδεχόμενο να πεθάνεις ενώ κάνεις κάτι καλό για τους άλλους. Δεν γίνεται όμως. Ούτε αυτό γίνεται. Δεν έχεις πτυχίο-άσε που στ’ αλήθεια δεν είναι αυτό που θέλεις να κάνεις. Δεν ξεκωλώθηκες να μπεις στην ιατρική για να δίνεις πενικιλίνη στα εξάχρονα της Ρουάντα. Δε νιώθεις ωραία που το παραδέχεσαι αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Ακυρο το σχέδιο. Άλλο! Πρέπει να σκεφτείς κάτι άλλο. Πρέπει να βρεις έναν τρόπο να πεθάνεις ευχάριστα και ηρωϊκά. Τι λες; Τι μαλακίες αραδιάζεις; ‘Ευχάριστα και ηρωϊκά’… Απορώ πώς το σκέφτηκες.

Συνεχίζεις τον εσωτερικό σου μονόλογο μέχρι το σπίτι. Ευτυχώς μόλις μετακόμισες στο δώμα και δεν πρόλαβες να βάλεις σταθερό τηλέφωνο. Για λίγο θα είσαι ήσυχος. Βγαίνεις στην ταράτσα και κοιτάζεις το θολό ορίζοντα. Ακολουθώντας την παρόρμηση σου παίρνεις το λάστιχο και αρχίζεις να βρέχεσαι-να βρέχεις τα πάντα ολόγυρα. Για κάποιο ηλίθιο λόγο νιώθεις πως έτσι θα καταφέρεις να καθαρίσεις τα πάντα γύρω σου-πάνω σου. Μούσκεμα όπως έγινες με το νερό να πέφτει στο κεφάλι σου, πιστεύεις πως δεν καταλαβαίνεις ότι κλαις ασταμάτητα. Όταν το συνειδητοποιείς κλείνεις τη βρύση και σωριάζεσαι στη σεζ-λόνγκ καταμεσήμερο με τον ήλιο να σου καιει το κρανίο. ‘Θα μείνω εδώ μέχρι να λιώσω από τη ζέστη’ σκέφτεσαι κλαίγοντας γοερά και η μάταιη σου ιδέα εξατμίζεται στο μεσημεριάτικο αέρα.

Και τότε βάζεις τα γέλια. Γελάς τόσο δυνατά που νομίζεις πως είσαι κάποιος άλλος, κάποιος που δεν είναι μόνος και μισότρελος, που δε νιώθει πως η ζωή του ίσως τελειώνει σύντομα. Το παγιωμένο συναίσθημα ενός επικείμενου τέλους όμως, είναι πιο δυνατό απ’ οποιαδήποτε σκέψη-απ’ οποιοδήποτε φλύαρο παραθυράκι που ανοίγει και κλείνει στιγμιαία στο σκοτεινό σου μυαλό. Μήπως τρελαίνεσαι; Δεν ξέρεις. Δεν μπορείς να καταλάβεις αν είναι τρέλα αυτό που σε πήρε απ’ το χέρι και σε έφερε ως εδώ. Από μέσα το κινητό σου χτυπάει συνεχώς. Δεν τολμάς να πλησιάσεις καν τη συσκευή. Μόνο την κοιτάζεις να κουδουνίζει μ’ αυτόν τον εκνευριστικό ήχο που επίτηδες διάλεξες για να μπορεί να σε ξυπνάει όταν σου τηλεφωνούν απ’ το σταθμό τα πρωϊνά για να πας για εκπομπή. Έξι με οχτώ.

Έξι με οχτώ αύριο θα είναι κάποιος άλλος πίσω απ το μικρόφωνο-η μέρα θα ‘ναι διαφορετική. Μετά το σήμα, η μουσική που πάντα σε πιέζουν να είναι χαρωπή γιατί ‘Πρωΐ είναι! Σε ποιον απευθύνεσαι ρε Γ. και παίζεις έτσι πρωϊνιάτικο;’ μάλλον δεν θα τα καταφέρει να ξεφύγει απ΄τις διαθέσεις σου αυτή τη φορά. Πλησιάζεις την κουπαστή της ταράτσας. Στο βάθος η πόλη σε άσπρο-μαύρο. Μέρα-μεσημέρι κι όμως για σένα στην εικόνα δεν υπάρχουν χρώματα. Όχι. Θα πονέσεις πέφτοντας. Θα καταλάβεις τι συμβαίνει. Δεν μπορείς να το κάνεις. Θυμάσαι τα λόγια του Α. λίγες μέρες πριν. Ήρθε να σε επισκεφθεί, να δει και το δώμα. ‘Λιώματα στα δώματα θα μαστε’ είπε και γελάσατε σαν πιτσιρίκια που καπνίζουν παράνομα το πρώτο τους τσιγάρο.

Κι έχεις μια τρελή ιδέα. Να κοιμηθείς κι έπειτα να σηκωθείς, να ντυθείς και να βγεις για γκόμενες. Χωρίς να σε νοιάζει αν θα μοιράσεις θάνατο για πλάκα. Οταν βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη, έτοιμο και διαθέσιμο τον σιχαίνεσαι. Φεύγεις από το σπίτι σαν κυνηγημένος. Στην είσοδο κάνεις για δευτερόλεπτα γύρους γύρω απ τον εαυτό σου μην ξέροντας προς τα πού να πας.

Τρέχεις τώρα. Ντυμένος, φτιαγμένος, τρέχεις σπρώχνοντας τους περαστικούς, λες και η ταχύτητα που αναπτύσσεις θα σε βοηθήσει να ξεφύγεις από τους ρυθμούς της σκέψης σου. Τρομαγμένο κορνάρισμα. Απότομο φρενάρισμα. Σωριασμένος στη μέση του δρόμου πιστεύεις πως έχεις πεθάνει. Εκεί, στη μεγάλη οδό, δέκα παρά κάτι το βράδυ, είσαι νεκρός και άγνωστος. Μεταξύ αγνώστων. Περικυκλωμένος από φοβισμένους περαστικούς που έχουν σοκαριστεί από το θέαμα που παρουσιάζεις.

Δεν είσαι νεκρός. Τριγύρω μερικά βλέμματα καρφωμένα πάνω σου, μάτια απορημένα, πρόσωπα έτοιμα να γελάσουν από τη θεαματική σου βουτιά κι εσύ, αξιολύπητος και βρώμικος από τον ιδρώτα και το απρόσμενο σου πέσιμο. Σηκώνεσαι προσπαθώντας να συνεφέρεις όπως-όπως τα ταραγμένα σου νεύρα.

Σταματάς σ’ ένα ψιλικατζίδικο για ν αγοράσεις ένα μπουκάλι νερό και καπνό. Η γρηά, τόσο γρηά όσο η πόλη σου, σε ρωτά αν θέλεις τίποτα άλλο πριν την πληρώσεις. Σκέφτεσαι να πεις για πρώτη φορά δυνατά την απάντηση που πολλές φορές θέλησες να δώσεις σ’ αυτήν την ερώτηση. Να της πεις πως αν ήθελες κάτι άλλο θα της το ζητούσες εξ αρχής και πως δεν χρειάζεται αυτό το φτηνό κόλπο για να πουλήσει καμιά τσίχλα παραπάνω. Δε μιλάς. Παρατηρείς μόνο τη φάτσα της που αλλάζει στη διάρκεια της παύσης σου, την πληρώνεις και φεύγεις χωρίς να πεις λέξη. Εξω απ’ το μαγαζί, βρέχεις λίγο το πρόσωπο σου και στρίβεις ένα τσιγάρο. Δεν έχεις φωτιά. Ξαναμπαίνεις κι αγοράζεις έναν αναπτήρα. Δεν τολμάει να σε ξαναρωτήσει αν θέλεις τίποτα άλλο.

Πώς βρέθηκες στο στούντιο; Δεν κατάλαβες. Μπαίνεις μέσα ξέροντας πως θα δεις μια φιλική φάτσα. Η Μ. φαίνεται έτοιμη να σου πει γι άλλη μια φορά τι τρέχει στην μπερδεμένη της ζωή. Ισως να την προϊδέασε η έκφραση που έχεις όμως και περιμένει να αρχίσεις να μιλάς πρώτος εσύ. Στα κενά της μουσικής, ανάμεσα στις πρόζες της στον αέρα, η Μ. θα μάθει τι σου συμβαίνει. Δεν θα προσπαθήσει να σε παρηγορήσει. Δεν θα προτείνει καμιά λύση στο πρόβλημα σου. Ούτε θα την πιάνει κρίση πανικού. Θα είναι μόνο παρούσα, σιωπηλή και ήρεμη-μια καλή ακροάτρια.

Τα μεσάνυχτα, όταν τελειώσει την εκπομπή θα πάτε για ένα ποτό. Δεν θα μιλάτε πολύ, θα τα έχει καταφέρει όμως να σε κάνει να ηρεμήσεις κάπως. Ισως το γεγονός πως θα έχεις πει δυνατά τις ανάκατες σκέψεις σου να βάλει το μυαλό σου σε μια σειρά. Θα σε γυρίσει σπίτι με το αυτοκίνητο και θα σε φιλήσει ευχόμενη καλόν ύπνο και καλή εκπομπή αύριο.

Μπαίνεις στο δώμα από την πόρτα της ταράτσας. Η ζέστη δεν είναι τόσο έντονη πια. Ανοίγεις το ραδιόφωνο και ακούς το playlist που ετοίμασες δύο μέρες πριν. Πιάνεις τον εαυτό σου να χαμογελάει με τα περάσματα που επινόησες για τα τελείως ασύμβατα μεταξύ τους κομμάτια. Έτσι αποκοιμιέσαι. ‘Λιώμα στο δώμα’ κοιτάς το βραδυνό ουρανό, παρέα με μουσικές που διάλεξες για να φτιάξεις μια προκατασκευασμένη νυχτερινή ατμόσφαιρα, κι αποκοιμιέσαι.

Το κουδούνισμα του τηλεφώνου, δεν καταφέρνει να σ’ εκνευρίσει όσο συνήθως. Η τηλεφωνήτρια ‘Γ. πέντε-ξύπνα να ‘ρθεις’ ακούγεται ξαφνιασμένη όταν της λες πως σε πέτυχε στην πόρτα. Για πρώτη φορά στο διάστημα που την ξέρεις παρατηρείς πως έχει όμορφο χαμόγελο, όταν σου ανοίγει με το remote για να μπεις στο σταθμό.

Καιρό είχες να ευχαριστηθείς έτσι την εκπομπή. Πάνω στην πρόζα της αποφώνησης το φωτάκι πάνω στην τηλεφωνική συσκευή του στούντιο αναβοσβήνει σαν τρελό. Είναι η μάνα σου.

Πήρε για να σου πει πως ο πατέρας σου είχε μπερδέψει τα δείγματα.

3 σχόλια:

Blogger Taflinel είπε...

Όμορφο, αλλά νομίζω πως αυτό το χολιγουντιανό στο τέλος δεν το χρειαζότανε... :p

1:27 π.μ.  
Blogger mindstripper είπε...

Εγώ πάλι στο τέλος την πήρα την βαθιά την ανάσα. Καθ' ότι είχα αρχίσει να πηδάω γραμμές για να δω τί θα γίνει.

11:27 π.μ.  
Anonymous Αθηνά είπε...

Μα τι όμορφο! Ζήλεψα.
Και φυσικά το blog έχει μείνει κάπου στο 2007..

4:35 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

επιστροφή