Παρασκευή, Φεβρουαρίου 03, 2006

City girl.02

Στο αυτοκίνητο. Πρέπει να βάλεις βενζίνη. Σου τελειώνει πάλι. Και δεν έχεις και λεφτά γαμώτο. Σου τελειώνουν πάλι. Όλα σου τελειώνουν. Πάλι. Ξανά. Πάντοτε. Μόνη.


Η ατμόσφαιρα στην πόλη τυπικά υγρή. Δε θυμάσαι ώρα. Δε θέλεις να την ξέρεις. Σου φτάνει που είναι αργά. Που είναι νύχτα. Αν έμαθες κάτι που σε βοήθησε στη ζωή σου είναι να οδηγείς. Σου φάνηκε πολύ χρήσιμο ως τώρα. Και στους άλλους το ίδιο. Οδηγείς λοιπόν. Και τα φανάρια σε προσπερνούν. Ηλεκτρικές λάμψεις διαπερνούν την κενή νύχτα σου κι εσύ οδηγείς. Στην Βασιλίσσης Όλγας σταματάς πριν τη Μαρτίου να πάρεις κάτι να πιεις. Κοιτάζεις τον περιπτερά. Είναι γύρω στα δεκαεννιά, μελαχρινός, βαρύς τύπος, πνιγμένος στα μούσκουλα. Έχει ένα τσιγάρο κολλημένο στο κάτω χείλος. Σκέτη καύλα. Τρομάζεις στην ιδέα πως μπορεί να ξεστόμισες δυνατά τη σκέψη σου. Κάνεις rewind στα τελευταία λόγια που άρθρωσες. Όχι, δεν το ’πες. Ευτυχώς δεν το ‘πες. Τον κοιτάζεις έντονα στα δευτερόλεπτα που χρειάζεται για να σχηματίσεις τις λέξεις ‘πενήντα λεπτά’. Τις επόμενες στιγμές το μυαλό σου δέχεται έναν καταιγισμό από εικόνες. Λένε πως πριν πεθάνει κανείς, περνά από μπροστά του ολόκληρη η ζωή του σαν κινηματογραφικό φιλμ. Σίγουρα τώρα θα προλάβαινες να μετρήσεις τις τρύπες πάνω και κάτω απ το κάθε καρέ. Με δυο λόγια: μόλις τα είδες όλα. Το Γ. και τα 4 χρόνια εμμονής και αγαμίας, το γάτο σου, τη μάνα σου να σε κυνηγάει με μια σακούλα πορτοκάλια γιατί ΄ο χυμός κάνει καλό! Πιες! Πιες!’, τους γιατρούς στο ΙΚΑ να σε εξετάζουν, τις παιδικές σου φίλες να σε παρηγορούν για το χαστούκι που σου ‘ριξε ο θυρεοειδής και έγινες 110 κιλά. 110 κιλά και 39 χρονών. Το δεύτερο δεν είναι αποτέλεσμα του θυρεοειδή, φιλοξενεί όμως όλα τα υπόλοιπα. Και το θυρεοειδή. ‘Πού πας μωρή;’ σκέφτεσαι. ‘Είναι πιτσιρικάς και κούκλος. Θα γαμάει καμιά Μπάρμπι με σούπερ κώλο. Πού πας;’ (Γαμούσε όντως μια Μπάρμπι, αλλά αυτό το ‘μαθες αργότερα. Όταν γάμησε κι εσένα.) Του δίνεις τα πενήντα λεπτά και πηγαίνεις πίσω στο αυτοκίνητο σου. Βάζεις μπρος και φεύγεις. Στην επιστροφή απ’ τη βόλτα σου μέχρι το σταθμό σταματάς στην παραλιακή. Παρκάρεις με θράσος μπροστά στους μπάτσους στο Λευκό Πύργο και τους προσπερνάς με αναίδεια περπατώντας προς την προκυμαία. Κάθεσαι εκεί, μπρος στη θάλασσα και κοιτάζεις στο βάθος τα φωτάκια που πάντοτε, όσο κι αν οι άλλοι προσπαθούν, εσύ επιμένεις πως είναι της Κατερίνης κι ας το ξέρεις πως είναι μόνο τα ανατολικά της πόλης. Επιμένεις πάντα γιατί σου αρέσει η ιδέα πως μπορεί να φτάσει το βλέμμα του ανθρώπου τόσο μακριά. Στο κάτω-κάτω νταβατζή στη φαντασία σου θα βάλεις; Ας είναι.

Απ’ τη μεριά του αγάλματος του Μεγαλέξανδρου ακούς πού και πού φωνές που άλλοτε πλησιάζουν κι άλλοτε ξεμακραίνουν. Μικρές γκομενίτσες δανείζουν τα φιλιά τους σε καυλωμένους μπόμπιρες που μετά βίας συγκρατούν τις ορμόνες τους για να μην πεταχτούν απ’ τα αυτιά τους. Μένεις να παρακολουθείς αυτό το πηχτό μπλε του βραδινού ουρανού. Αν κάποιος σε ρωτούσε τώρα τι σκέφτεσαι σίγουρα θα του έλεγες ‘τίποτα’. Είναι μια απ’ αυτές τις στιγμές που οι σκέψεις κινούνται τόσο γρήγορα μέσα στο μυαλό που ο φτωχός ανθρώπινος νους δεν προλαβαίνει να τις αντιληφθεί καν. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις συνήθως απαντάς ‘τίποτα’. Κι όλοι αμέσως καταλαβαίνουν πως λες ψέματα. Καλύτερα λοιπόν που είσαι μόνη σου. Δεν είναι ώρα για κουβέντα. Και μάλιστα τέτοιου είδους.

Σκέφτεσαι τα χρόνια που έχεις μαζέψει πάνω σου σαν βράχος που ‘ρθαν και κόλλησαν πάνω του εκατοντάδες πεταλίδες. Κοιτάζεις το νερό που σκάει με θόρυβο κάτω από τα πόδια σου. Σκούρο κι αδιάφανο σαν απειλή. Ένας ξέμπαρκος σκύλος σε πλησιάζει και κάθεται δίπλα σου αφού πρώτα σε κοιτάζει εξεταστικά. Δεν έχεις τη δύναμη να του μιλήσεις καν. Του ρίχνεις μια ματιά μόνο σα να του λες ‘οκέϊ κάτσε’ και μετά αφήνεστε κι οι δύο με άδειο βλέμμα στο νυχτερινό ορίζοντα.

Σηκώνεσαι με δυσκολία από κάτω. Για μια στιγμή αναρωτιέσαι γιατί δεν δίνεις μια να πέσεις μέσα. Δυο δυνατές ανάσες ξεκολλάνε από το στήθος σου και πας προς το αυτοκίνητο.

Ούτε που κατάλαβες πώς βρέθηκες πάλι στο περίπτερο. Ο περιπτεράς μοιάζει σα να σε περίμενε. Με ένα ίδιο τσιγάρο κολλημένο στα χείλια του σε κοιτάζει αυτός έντονα τώρα. ‘Τι λέει;’ σε ρωτάει. ‘Τα συνηθισμένα’ του απαντάς κουνώντας μια λάκτα. ‘Στην κερνάω’ σου λέει χαμογελαστά.

-Πως σε λένε;
-Μ.
-Πώς και μόνη στο δρόμο τέτοια ώρα;
-Τέτοια ώρα κυκλοφορούν μόνες οι γυναίκες.
-Τελειώνω σύντομα. Περιμένω να μ’ αλλάξει ο άλλος όπου να’ ναι. Είσαι για βόλτες;
-Θα περάσω να σε πάρω σε μισή ώρα.
-Έγινε. Θα περιμένω.

‘Μα είμαστε με τα καλά μας;’ σκέφτεσαι καθώς μασουλάς τη σοκολάτα που λιώνει ανάμεσα στα δάχτυλα σου. ‘Και τι κάνουμε για μισή ώρα;’ Τίποτα. Δε θα κάνεις τίποτα. Θα μείνεις στο αυτοκίνητο με κλειστά τα παράθυρα μεσοκαλόκαιρο, χωρίς μουσική, δίχως ανάσα και δε θα κάνεις τίποτα. Αποφεύγεις να κλείσεις τα μάτια σου από φόβο μην ξαναπεράσουν από μπρος σου οι ίδιες εικόνες – από φόβο μην κοιμηθείς. Είσαι εκεί στην ώρα σου. Όπως είχατε συνεννοηθεί. Αυτός όμως πουθενά γύρω. ‘Μ έστησε ο πούστης’ σκέφτεσαι. Πριν προλάβεις να ολοκληρώσεις τη σκέψη σου τον ακούς δίπλα σου: ‘Εμένα ψάχνεις;’ Γυρνάς και του χαμογελάς σαν κοριτσόπουλο που μαλακίζεται στη σκέψη του Τζόνι Ντεπ. Όταν μπαίνετε στο σπίτι του νιώθεις σαν να σε έχει ήδη γαμήσει.

Ο Α. είναι πραγματικά ωραίο παλικάρι. Ακόμη δε μπορείς να καταλάβεις τι διάολο γυρεύει μ’ εσένα. Μια γυναίκα στη δική σου φάση όμως δεν έχει τα περιθώρια να αναρωτιέται. Δεν περιμένεις κανένα μεγάλο έρωτα, ούτε καμιά ιδανική κατάσταση πλέον. Το μόνο που σε νοιάζει είναι να περνάς καλά. Έτσι κι αλλιώς όσο κυλάει ο καιρός τα περιθώρια στενεύουν κι από την άλλη, ‘beggars cannot be choosers’. Αυτό σου το είπε και η καλύτερη σου φίλη άλλωστε. Μ’ ένα ύφος που δεν θα ταίριαζε σε beggar. Αλλά το άκουσες κι αυτό. Η Ε., η μεγαλύτερη ζητιάνα σ αυτά τα θέματα σε είπε ζητιάνα. Δεν είναι θλιβερό; Είναι.

Τέρμα οι υστερίες. Στο κάτω-κάτω δε θα αφήσεις την ευκαιρία να πάει χαμένη. Σήμερα το ξημέρωμα θα περάσεις καλά. Αυτό σου χρειάζεται. Αυτό θα κάνεις.

Πρέπει να ‘ναι έντεκα. Ο τεκνός κοιμάται δίπλα σου. Τον παρατηρείς. Κοιτάζεις το στήθος του ν ανεβοκατεβαίνει. Η ανάσα του μυρίζει τσιγάρο. Δεν σ’ ενοχλεί όμως. Κάνεις όσο γίνεται λιγότερο δυνατό θόρυβο μην τυχόν και τον ξυπνήσεις. Φοβάσαι μη χαθεί η εικόνα του. Τον τσεκάρεις από την κορφή μέχρι τα νύχια. ‘Είναι πολύ όμορφος ο πούστης’ σκέφτεσαι. ‘Τι κρίμα που δεν θα τον ξαναδώ…’ Είναι ερεθισμένος. Οι πρωινές καύλες του τυχαίου σου εραστή. Σέρνεσαι κοντά του. Απαλά. Απλώνεις το χέρι σου και τον αγγίζεις μαλακά. Φαίνεται να καυλώνει ακόμη περισσότερο. Διασκεδάζει με το παιχνίδι του χεριού μου. Έχει ξυπνήσει αλλά προσποιείται πως κοιμάται. Του αρέσει η ιδέα πως μπορεί να με ξεγελά κι ας μην το ξέρει πως έχεις πάρει δεκάδες του είδους του για να μπορέσει αυτός να σε ξεγελάσει. Κι εσένα σ’ αρέσει όμως. Σ’ αρέσει που έχεις δίπλα σου έναν άντρα σκέτη καύλα που τρέμει στο άγγιγμα σου. Χτυπάει το κινητό του. Πετάγεται αλαφιασμένος. Είναι η γκόμενα που πήρε να τον ξυπνήσει για να πάει στη σχολή. Δε σταματάς να τον μαλακίζεις.

-Έλα μωρό…
-Ξύπνα χαζούλη! Πάλι θ αργήσεις!
-Μπα δεν θα πάω. Ήρθε μια φίλη από δω…
-Φίλη; Και… τι κάνετε;
-Ε, να τίποτα! Καθόμαστε εδώ και μου τον παίζει!
-… Σταμάτα να με πειράζεις! Άντε!
-Λοιπόν μωράκι τα λέμε μετά. Μην αφήνω την κοπέλα μόνη
-Έχεις δίκιο! Τα λέμε μετά! Φιλάκια!

Ανασαίνει βαριά. Είναι έτοιμος να χύσει. Σχεδόν πνιχτά, μ’ ένα γέλιο μαλάκα-νικητή σε κοιτάει στα μάτια και σου λέει: ‘λες την αλήθεια και δεν σε πιστεύουν!’.


Στο αυτοκίνητο. Πρέπει να βάλεις βενζίνη. Σου τελειώνει πάλι. Και δεν έχεις και λεφτά γαμώτο. Σου τελειώνουν πάλι. Όλα σου τελειώνουν. Πάλι. Ξανά. Πάντοτε. Μόνη. Πάντοτε μόνη.



6 σχόλια:

Blogger mindstripper είπε...

...δε νοιώθω θλίψη, μα μού 'χει λείψει το κοριτσάκι αυτό που αγάπησες τυχαία...

1:36 μ.μ.  
Blogger Sadie είπε...

Epitelous! Panemorfo...

6:03 μ.μ.  
Blogger Μαρκησία του Ο. είπε...

Δεν μου αρέσουν τ' αυτοκίνητα.
Ούτε οι άνθρωποι.
Εδώ θέλω να μείνω. Για πάντα....

4:36 μ.μ.  
Blogger beep beep είπε...

Γιατι το κανεις αυτο καθε φορα?Γιατι?Οχι τιποτα αλλο αλλα ειναι τοσο μα τοσο ρεαλιστικα καθε φορα .Τοσο μα τοσο....

Με κατεστρεψες βραδιατικα.

8:25 μ.μ.  
Blogger Gatina είπε...

Καλησπέρα.
Είμαι ο πελάτης που σου πρόσφερε μαργαριταρένιο κολιέ κι εσύ χαμογέλασες.
Βρήκα τι είναι αυτό που μου θύμισε Ντοστ. Δεν είναι το ύφος- εκεί κάπου μπερδεύτηκα η χαζή.
Είναι η τόλμη ή καλύτερα το θράσος να τρυπάς μυαλά και να χύνεις το περιεχόμενο σε μπλογκόχαρτο. Να δημιουργείς υπάρξεις για να τις βασανίσεις μετά.
Να 'σαι πάντα καλά.

6:34 μ.μ.  
Blogger Corto Maltese είπε...

Great story CG.

9:18 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

επιστροφή