Κυριακή, Απριλίου 24, 2005

XA!
[Σκύλος, ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου II]

Με τη Γιάννα μέσα σε ταξί. Ίσως για πρώτη φορά βράδυ, «έτσι», σε ταξί, οι δυο μας. Συνήθως εκείνη οδηγεί κι εγώ παρατηρώ – χωρίς να μιλάμε (είναι σαν ένα είδος συμφωνίας μεταξύ μας όταν βρισκόμαστε οι δυο μας στο αυτοκίνητο).
Παρατηρούμε και οι δύο – αφηνόμαστε στις εικόνες που μας προσπερνούν ανεβαίνοντας την Κοραή για να μπούμε στην Ασκληπιού. Έχουμε μόλις αφήσει την Πανεπιστήμιου πίσω μας και στο ραδιόφωνο παίζει ένα παλιό τραγούδι – από αυτά που κανείς σιγοτραγουδά, σε όποια εποχή, σε όποια ηλικία κι ανήκει. Από μια ηλικία και μετά υποθέτω.

Στα σαράντα της εκείνη, λίγο πριν εγώ, σκεφτόμαστε ίδια ή διαφορετικά πράγματα στον ίδιο χώρο, σε ίδιο χρόνο. Στη γωνία Μερλιέ και Ασκληπιού μας πιάνει φανάρι. Σ’ ένα καφενείο τέσσερις ηλικιωμένοι εξαργυρώνουν το Σαββατόβραδο τους παίζοντας χαρτιά – ένας όρθιος, με το ένα πόδι ανεβασμένο στην καρέκλα, τους παρατηρεί. «Έχω» την εικόνα για δευτερόλεπτα και σπρώχνω τη Γιάννα ελαφρά να γυρίσει να τους δει. Χαμογελάμε και συνεχίζουμε να κοιτάμε ο καθένας από τη μεριά του. Μπρος από τον Άγιο Νικόλα ο ταξιτζής σταυροκοπιέται. Τα βλέμματα μας συναντιούνται στιγμιαία στο καθρεφτάκι. Παρότι εν κινήσει, τσεκάρω τα σκουπίδια περνώντας μήπως πετύχω τίποτα ενδιαφέρον. Κάποια πράγματα δεν θ’ αλλάξουν ποτέ…

Κατεβαίνω και βαδίζω προς το σπίτι. Ο κύριος Μαλάκας –ακόμη δεν ξέρω το όνομα του- είναι στην εξώπορτα της πολυκατοικίας. Κατεβάζει τα σκουπίδια του. Δεν μιλάμε. Απλώς κοιταζόμαστε λες και είναι η ώρα να βγάλει ο καθένας τα κουκλάκια και τις βελόνες του και προσπερνάμε ο ένας τον αέρα του άλλου, μην τυχόν κι αυτός κολλήσει ζωοφιλία κι εγώ βλακεία.
Ευτυχώς, επειδή τίποτα από τα δύο δεν κολλάει –ή τουλάχιστον έτσι ελπίζω, ειδικά για το δεύτερο- ο καθένας συνεχίζει την προκαθορισμένη του πορεία. Εγώ προς το ασανσέρ κι εκείνος προς τον κάδο.
«Να πέσεις και να τσακιστείς μαλάκα» μουρμουρίζω κι ας ξέρω πως δεν θα πάρω την εκδίκησή μου τόσο σύντομα. Η ελπίδα όμως, παρότι πεθαίνει, πεθαίνει πράγματι τελευταία.
«Να σου πω κάτι;». Ο κύριος Μαλάκας είναι ακόμη πίσω μου με τη σακούλα στα χέρια. «Μένω σ’ αυτήν την πολυκατοικία σαράντα χρόνια. Και συνήθως γίνεται ότι λέω».
«Α, είστε ο νταβατζής του κτιρίου» απαντάω χωρίς να το πολυσκεφτώ.
«Θα σου κάνω μήνυση!»
«Θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια…»
Δεν άκουσα τι ακριβώς έλεγε μετά. Μιλούσε τόσο γρήγορα που το μόνο που κατάλαβα ήταν ότι θύμωσε πολύ. Ειδικά επειδή απλώς μπήκα στο ασανσέρ και έφυγα.
Τώρα τον ακούω που μαλώνει με τη γυναίκα του.

Image Hosted by ImageShack.us


συνέχεια