Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 14, 2005

City boy.02

Σε λίγες ώρες στο Άμστερνταμ. Μετακομίζω. Επιτέλους αυτό που θέλησα πριν καλά-καλά γνωρίσω αυτή την πόλη γίνεται πραγματικότητα. Δίπλα στο Σαρφάτιπαρκ το σπίτι με περιμένει. Με τα πλακάκια από φαγιάνς του Ντέλφτ στον προθάλαμο, με φρέσκα ηλιοτρόπια στο βάζο. Οδός Tweede Jan van der Heijden straat 77. Ισόγειο.

Πολλές φορές σε κρυφοκοιτάζω τα βράδια όταν δουλεύεις καθισμένη στο κόκκινο σκαμπό σου δίπλα στο μακρόστενο παράθυρο. Μάλλον το καταλαβαίνει κι η Κ. πως κλέβω την εικόνα σου και γαβγίζει συνέχεια. Δεν φεύγει από κοντά μου το πουτανάκι! Τα άλλα σκυλιά τρέχουν στο πάρκο κι αυτή, δίπλα μου, γαυγίζει συνεχώς, βλέποντας με να στέκομαι ακίνητος και να σε παρατηρώ. Πρώτη φορά μου είδα τόσο ζηλιάρα γυναίκα.

Είμαι ενθουσιασμένος που με δέχτηκαν στο Ρίτφελντ. Αυτό κι αν ήταν δώρο. Ζωγραφική στο Ρίτφελντ. Οι φίλοι μου από τη σχολή δεν το πιστεύουν. Χώρια η φάση με το Κρουλ. Δουλειά στο αγαπημένο μου καφέ, στην επόμενη γωνία απ’ το σπίτι μου. Είμαι καλά. Στα σίγουρα, ποτέ καλύτερα.

Αυτή τη φορά δε νομίζω πως θα κρυώσω. Εχω πάρει τα κατάλληλα ρούχα. Ολα δηλαδή. Τώρα και να πηγαίνουμε βόλτες στο κέντρο το βράδυ θα χω μαζί μου το σωστό πουλόβερ για να μην με πιάνει η βραδινή υγρασία. Και για το ποδήλατο έχω μαζί μου σούπερ γυαλιά ηλίου που θα ‘ναι ό,τι πρέπει. Μου πήρες άραγε καινούργιο λουκέτο;

Μόνο ο χειμώνας με φοβίζει λιγάκι. Οταν σκάνε οι τουρίστες λίγο πριν τα Χριστούγεννα και είμαι υποχρεωμένος να χαρώ μαζί τους που βρίσκονται σ αυτή την «παραμυθένια» πόλη. Και τότε βέβαια έχει πλάκα, αρκεί να δεις στα πρόσωπα τους τον εαυτό σου στην αρχή. Αυτό πραγματικά το διασκεδάζω. Ειδικά στα coffeeshops. Είναι απίστευτα αστείο να παρατηρείς κάποιον που μπαίνει για πρώτη φορά. Μπορείς να το διακρίνεις αυτό όταν συμβαίνει γιατί ξέρεις πώς είναι. Όλοι το ‘χουν περάσει. Βέβαια, από περίπτωση σε περίπτωση είναι διαφορετικά, δεν παύει ωστόσο να έχει τον κοινό τόπο της αμηχανίας στην οποία όλοι έχουν βρεθεί. Το συζητούσαμε και με τον Χ. Μου έλεγε πόσο αστείοι είναι όλοι όταν πλησίαζουν στον πάγκο. Μ αρέσει το Άμστερνταμ.

Μόνο τα τούβλα μου τη σπάνε. Τα τούβλα σ αυτή την πόλη έχουν την τιμητική τους. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Nομίζω πως δεν υπάρχει πιο υπερεκτιμημένο σε χρήση υλικό από το τούβλο. Αν κοιτάξει κανείς αυτή την πόλη γρήγορα, καταλαβαίνει πως ολόκληρη είναι σαν ζωντανό χρονολόγιο του αντικειμένου. Οπου και να κοιτάξεις, τούβλα. Με όλες τις δυνατές χρήσεις. Σε όλους τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς που συναντά κανείς στις διαφορετικές περιοχές. Μια στιλιστική υπερανάλυση που με νευριάζει και με μπερδεύει. Ολα μου φαίνονται ίδια. Οπως το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας μας. Είναι ακριβώς ίδιο με το παράθυρο του απέναντι κτιρίου. Ακριβώς στο ίδιο ύψος, με τα ίδια χρώματα. Κοιτάς απέναντι κι έτσι όπως είναι τραβηγμένες οι κουρτίνες του γείτονα, τρομάζεις στιγμιαία νομίζοντας πως εσύ είσαι αυτός και το αντίστροφο.

Δε θέλω να φανώ υπερβολικός αλλά η πολυπλοκότητα της εικόνας στη δική μου πόλη μου φαίνεται πιο υγιής. Άναρχη ίσως, αλλά υγιής. Τουλάχιστον εδώ ξέρω πως μένω σ’ αυτήν την πολυκατοικία που βρίσκεται δίπλα σε μιαν άλλη που είναι έτσι κι έτσι κι όχι σε μια που είναι όπως η διπλανή της.

Αν όμως μετακομίζαμε στο Γιορνταάν; Σε ένα σπίτι μπροστά σε κανάλι; Είναι δύσκολο-το ξέρω, όμως εκεί τουλάχιστον την άνοιξη είναι πιο όμορφα. Έχει πιο ωραία μαγαζάκια. Ακόμη κι οι άνθρωποι φαίνονται πιο συμπαθητικοί. Τι λες, ε ;

Ξέρω τι θα μού λεγες τώρα: «Αν έχεις αυτό που θέλεις, παντού καλά είναι. Αρκεί να είσαι χαλαρός. Αρκεί να είσαι σε θέση να το καταλάβεις. Να το καταλάβεις βλάκα. Είσαι καλά βλάκα μου. Κατάλαβε το. Κα-λά. Σκέψου μόνο πως ήσουν πέρσι τέτοιο καιρό-πάρε μια τζούρα». Οκέϊ. Είμαι καλά.

Αλλά σ αυτή την πόλη νιώθω συνεχώς πως θέλω να φεύγω. Θέλω να μετακινούμαι από το ένα σημείο της στο άλλο. Με μικρές, σύντομες στάσεις ενδιάμεσα. Με το ποδήλατο ή το τραμ. Θέλω ν’ αλλάζω σημεία. Θέλω να βρω μια διαφορετική εικόνα. Ακόμα προσπαθώ.

Σε λίγες ώρες θα ‘μαι εκεί. Θα με περιμένεις στο Σεντραάλ γιατί «που να κατεβαίνεις στο Σχίπχολ πρωϊνιάτικα;». Σωστά. Εγώ αλλάζω τη ζωή μου για σένα αλλά εσύ είσαι πολύ Ολλανδέζα για να τραβηχτείς ως το αεροδρόμιο. Ποιος ο λόγος άλλωστε; Τον ξέρω τον δρόμο. Τον έχω κάνει τόσες φορές. Ενάμιση χρόνο τώρα, έχω πάει κι έχω έρθει έξι φορές. Εσύ ποτέ. Εσύ προτιμάς να σχεδιάζεις δίπλα στο παράθυρο, να χαζεύεις νωχελικά τους περαστικούς σουριναμέζους, να κάνεις βόλτα στο βόρειο κομμάτι της πόλης. Όχι μαζί μου. Με την Κ.

Λογικό. Αυτή προυπήρχε. Πρώτη η Κ. στη ζωή σου λοιπόν. Εγώ δεύτερος ασφαλώς. Τόσο δεύτερος που έμαθα πως «ξεφορτώθηκες» το παιδί αφού έκανες την εκτρωσούλα σου. Μυστικά. Αδιάφορα. Ολλανδικά.

Σε λίγες ώρες θα ‘μαι εκεί. Στο Άμστερνταμ. Εκεί όπου ο ήλιος είναι τόσο ασθενικός και η υγρασία τέτοια, που όλα φαίνονται πράσινα. Ακόμη κι οι άνθρωποι. Ακόμη κι εγώ. Και δεν το θέλω. Δεν μ’ αρέσει.

Σε λίγες ώρες θα είσαι στο Σεντράαλ. Εγώ όμως όχι. Χέστηκα για το Ρίτφελντ και για το Κρουλ. Χέστηκα για την εικόνα σου στο παράθυρο. Σε λίγες ώρες θα είμαι στο Αγκίστρι και θα κάνω μπάνιο γυμνός-το κινητό μου θα ‘ναι κλειστό. Σε λίγες μέρες θα λάβεις αυτό το γράμμα.

Θα μου λείψεις, αλλά αυτό δε φτάνει. Τα λέμε.

Δ.



συνέχεια