Κυριακή, Αυγούστου 21, 2005

Airport story

Στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης η καθυστέρηση μιας ώρας με βοηθάει να ανακαλύψω πάλι την αξία που έχουν ένα μολύβι κι ένα σημειωματάριο.

Ακούω τον ήχο που αφήνει η μύτη καθώς σέρνεται στην επιφάνεια του λευκού χαρτιού να ανακατεύεται με αναγγελίες αφίξεων και αναχωρήσεων, προσκλήσεις τελευταίων επιβατών που τρυπούν τα αυτιά όλων των υπολοίπων εκτός από τα δικά τους.

Αρνούμαι το λάπτοπ μου και τα aircon που με χτυπούν αλύπητα στην πλάτη. Αρνούμαι την μεταλλική λάμψη των ανοξείδωτων κατασκευών που με κυκλώνουν. Ο νους μου σταματά σε φιλικά ασπρόμαυρα μάρμαρα και οικεία πλαστικά δάπεδα που μυρίζουν τσιγαρίλα κι έρχονται one way από το παρελθόν.

Όσο κι αν προσπαθώ όμως η μνήμη δεν μπορεί να απωθήσει κι όσα επιθυμώ να ξεχάσω. Ανασύρει ακόμη τις εικόνες που την στοίχειωσαν. Η τροχιά που διέγραψε στον αέρα η άγνωστη γυναίκα από το σφοδρό χτύπημα του «γρήγορου» οδηγού μέρα μεσημέρι στην οδό Τσιμισκή, η αιμόφυρτη εμπόρισσα στο Καπάνι μαχαιρωμένη από τον ζηλότυπο εραστή της, η ουλή της μάνας μου από την μαστεκτομή δεν με έκαναν πιο δυνατό. Μου έμαθαν μόνο να φοβάμαι την απώλεια.

Στην περιοχή των κατατρεγμένων καπνιστών ανάβω ένα ακόμη τσιγάρο. Δεν φοβάμαι την πολιτική ορθότητα των αντιπαθητικών αντικαπνιστών. Δεν φοβάμαι τα αεροπλάνα που πέφτουν. Φοβάμαι που πετάω business class ενώ δεν έχω τα αρχίδια. Επειδή απλώς δεν βρήκα economy. Λίγο αργότερα, επιτέλους επιβίβαση.


συνέχεια