Δευτέρα, Ιουνίου 13, 2005

Η Μπούμπα, ο Nefrou κι ο σκύλος

Αν εξαιρέσει κανείς πως έχει φροντίσει να αφήσει τα σημάδια της ανεξίτηλα στο σπίτι μου (τα φυτά του "κρεμαστού κήπου" μου, χρωστάνε σε μεγάλο βαθμό τη ζωή τους σ' αυτήν - η καρέκλα του γραφείου μου, που μάζεψα από τα σκουπίδια και με τόση φροντίδα αποκατέστησα ο ίδιος, τώρα κουνιέται επικίνδυνα κ.ά.), η Γιάννα είναι αναπόσπαστο μέρος του προσωπικού μου σύμπαντος. Κυρίες και κύριοι, σας διαβεβαιώ: Κουρούνα rules!

Το ότι είναι ξύπνια και χαρίεσσα το ξέρετε καλά - δεν θα σας το πω εγώ. Θα σας μιλήσω όμως για ένα πολύ ιδιαίτερο σημείο του σώματος της (παρακαλώ μην βιάζεστε να βγάλετε συμπεράσματα και μην αλλάζετε στάση στο σώμα σας από το ενδιαφέρον). Το νεφρό της.

Δυο καλοκαίρια πριν, ένα βράδυ απ' αυτά που δεν μπορείς να αποφασίσεις αν θέλεις να χέσεις ή αν θέλεις να γαμηθείς, η οθόνη του κινητού μου αναβόσβησε και η καταχώριση Γιάννα2 (υπήρχαν καταχωρίσεις Γιάννα1 έως 5 διότι ο καλός εγκληματίας αλλάζει συχνά στοιχεία...) εμφανίστηκε πάνω της, γεμίζοντας με προσδοκίες που περιλάμβαναν από νυχτερινό μπάνιο μέχρι σιωπηλή διαδρομή Πατήσια-Σούνιο και πάλι πίσω. Μετά το δικό μου βαριεστημένο "έλα ρε" η ξέπνοη φωνή της με ανησύχησε.

-Νίκο...
-Τι τρέχει ρε;
-Πονάω αλλά δεν ξέρω τι έχω. Κοντεύω να τρελαθώ από τον πόνο.

Δεν είναι υπερβολική, ούτε γκρινιάρα (μόνον όταν έχουμε ήδη περάσει 2 ώρες στο ΙΚΕΑ και έχω περιοριστεί σε ψώνια τύπου, ένα ανοιχτήρι και ένα πακέτο χαρτοπετσέτες). Ο πόνος είναι κάτι που αντιμετωπίζει βουβά, όπως κάνουν όλοι όσοι έχουν πονέσει στ' αλήθεια. Ήταν φανερό πως το πράγμα ξεπερνούσε τα συνήθη.

Χέστηκα πάνω μου κι ένιωσα εξίσου ανήμπορος, οικτίροντας γι άλλη μια φορά τους γονείς μου που μου χάρισαν μια μοναδική φοβία: αυτήν την οδήγησης. Προσπάθησα να σκεφτώ κάτι που θα βοηθούσε πρακτικά την κατάσταση, πέρα από ένα "έλα, κάνε κουράγιο". Αυτό ήταν βέβαιο πως το μόνο που θα μου εξασφάλιζε ήταν μια καλή θέση δίπλα στο γεροδιάολο, και όχι άδικα.

-Τηλεφώνησε στους δικούς σου.
-Δεν θέλω να τους ανησυχήσω...
-Κόψε τις μαλακίες και πάρε τον πατέρα σου. Σε οποιαδήποτε περίπτωση περιμένω τηλεφώνημα σου για να κατέβω, όπου είσαι.
-Οκέι.

Στο χρόνο που ακολούθησε φόρεσα τα γιουρντάνια μου και περίμενα σήμα, έχοντας βέβαια οργανώσει ήδη έναν φανταστικό ιστό για το δράμα της φίλης μου, το οποίο και ζούσα με όλη μου την ένταση. Η ώρα περνούσε με αποτέλεσμα:
α) να φάω τα νύχια μου, τα λυσσακά μου και μισή τιραμισού που ως εκείνη τη στιγμή γιόρταζε τα γενέθλια της στο ψυγείο
β) να αναρωτιέμαι μήπως πρέπει πάρω ένα ταξί να περάσω να την πάρω και να την πάω στο νοσοκομείο χωρίς να πούμε κάτι στους γονείς της, τουλάχιστον αν δεν υπάρχει λόγος.

Πάνω στο μισάωρο της τηλεφώνησα. Παρότι είχα όλα της τα νούμερα δεν απαντούσε σε κανένα. Πήρα τηλέφωνο για ταξί αλλά μου είπαν να ξανακαλέσω σε 20 λεπτά. Βγήκα στο δρόμο με την ελπίδα πως το να βρει κανείς ταξί ξημερώματα στο πουθενά δεν συμβαίνει μόνο στις ταινίες του Αγγελόπουλου. Σύντομα ανακάλυψα πως συμβαίνει μόνο σε αυτές. Κακήν-κακώς βρήκα ένα και μέχρι να φτάσουμε τα νύχια μου πέρασαν δεύτερη ταραχή μέσα σε ένα βράδυ. Έξω από το σπίτι της βλέπω τα φώτα ανοιχτά. Χτυπάω, δεν απαντάει κανείς. Βρίζω την τύχη μου, το μυαλό μου κι ένα μεθυσμένο που αποφάσισε να μου πουλήσει μούρη στις 4 το πρωΐ. Ψάχνω μήπως έχω τα κλειδιά της μαζί μου και ασφαλώς δεν τα έχω. Γύρος δεύτερος. Εν συντομία: ταξί - Πατήσια - κλειδιά και πάλι πίσω με το ίδιο ταξί (ώρες-ώρες εντυπωσιάζομαι).

Ανοίγω την εξώπορτα συνωμοτικά σαν αντιστασιακή πατριώτισσα που κρύβει μικροφιλμ με μυστικά του εχθρού στην άθλια κυλόττα της. Το ραδιόφωνο ανοιχτό, το κινητό της χύμα στον καναπέ, η ίδια πουθενά. Με πιάνει απογοήτευση που μυρίζει ενοχή επειδή δεν κατάφερα να σκεφτώ κάτι αρκετά γρήγορα, ώστε να βοηθήσω ουσιαστικά τη φίλη μου σε μια στιγμή που με είχε πραγματικά ανάγκη. Αποφασίζω να φύγω με μια τρομερή ανησυχία εντός, για το πού είναι, τι της συμβαίνει, αν έχει κάνει διαθήκη και με έχει συμπεριλάβει.

Ξανά στο πουθενά - άντε να βρεις ταξί. Εκεί ακριβώς (στο πουθενά) εμφανίζονται δύο σκύλοι (ξέρω, είναι κλισέ οι σκύλοι και παίζουν πολύ σε τέτοιες περιπτώσεις αλλά εμφανίστηκαν όντως, τι να κάνω;). Σε δευτερόλεπτα συνειδητοποιώ πως οι σκύλοι δεν είναι δύο αλλά ολόκληρο παρεάκι που με κράζει. Διατηρώ την ψυχραιμία μου και περπατώ με αξιοπρέπεια ενώ πίσω μου ετοιμάζεται να συντελεστεί το λιγότερο ένα έπος. Όταν ανοίγω το βήμα μου οι διώκτες μου (που δεν είναι μαλάκες) πλησιάζουν επικίνδυνα. Για να μην μακρηγορώ το ξημέρωμα με βρήκε στον Ευαγγελισμό για αντιλυσσικά και η γάμπα μου έχει ακόμη δυο σημάδια.

Τώρα που το σκέφτομαι, η επόμενη μέρα είχε πραγματικά πλάκα. Εγώ δεν μπορούσα να κουνήσω, η Γιάννα έτρωγε ενέσεις για το νεφρό της και το παντελόνι μου έγινε ένα σιχαμένο πατσαβούρι, το οποίο εν καιρώ η καθαρίστρια βρήκε πολύ βολικό για να γυαλίζει το παρκέ.

Θυμάμαι ακόμη εκείνη την περίοδο επειδή είχα κοψομεσιαστεί να της κουβαλάω καρπούζια τα οποία έτρωγε με χαρά - ένα μάλιστα ξέμεινε σε κάποια γωνιά του σαλονιού ως ντεκόρ για ολόκληρο το καλοκαίρι μέχρι που έσκασε ένα βράδυ που αμέριμνοι κάτι κοιτάζαμε στο κομπιούτερ (ένας υπόκωφος θόρυβος μεταξύ κλανιάς και απρόσμενης εκπωμάτωσης που μας ανησύχησε και έκανε εμένα να βρίζω το καρπούζι και τη Γιάννα εμένα που το έφερα).

Μεσολάβησαν λοιπόν κοντά δύο χρόνια από τότε που εκείνη γνωρίστηκε με τον Kolikos Nefrou (Βρετανός ινδικής καταγωγής) κι εγώ με τον αλήτη που μούφαγε τη γάμπα. Μετά το πέρας της μικρής μας ερωτικής ιστορίας με τους ακατονόμαστους θεωρήσαμε αμφοτέροι εαυτούς τυχερούς και είπαμε να ζήσουμε ένα happy ever after.
Όμως όχι. Ο Kolikos Nefrou, για τον οποίο πρέπει να σημειωθεί πως ούτε στη μάνα της καλάρεσε, επέστρεψε για να της χαρίσει μερικές ακόμη νύχτες ενήλικου πάθους τις οποίες η ίδια φρόντισε να σας μεταφέρει με τα λαμπερά χρώματα του αντιβιοτικού.

Η εμπειρία μου τώρα, ευτυχώς δεν συνοδεύτηκε από ζωντανό που ασέλγησε στο πόδι μου. Μου προξένησε όμως την ίδια ανησυχία με την πρώτη φορά παρότι ήξερα πως η γλυκύτατη κουρουνομαμά ήταν δίπλα στο σπλάχνο της για να εμποδίσει τον ειδεχθή Nefrou να πληγώσει εκ νέου το κοριτσάκι της. Τα πράγματα τώρα ήταν πολύ συγκεκριμένα και ακολούθησαν μια πορεία, η οποία εκ του αποτελέσματος αποδείχτηκε πως ήταν προδιαγεγραμμένη: πόνος – κι άλλος πόνος – νοσοκομείο – εξετάσεις – γουρουνοουρές – πολύς πόνος – γάμησε τα πόνος – τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Εγώ στα τηλέφωνα.

Μετά από τρία απανωτά meeting (sic), που συνέπεσαν με το γνωστό πλέον χρονικό της επέμβασης, ο δρόμος με έβγαλε έξω από το θάλαμο του νοσοκομείου περί ώρας 5ης απογευματινής. Δεν σας κρύβω πως έχοντας δει την ασθενή προ επέμβασης, η εικόνα της μετά από αυτήν (αν εξαιρέσει κανείς το συνειρμό με τη νύφη του Φρανκενστάϊν) ήταν πολύ ενθαρρυντική. Είχαν βέβαια συμβεί όλα όσα με τόση γλαφυρότητα σας έχει περιγράψει, οπότε παρότι το κινητικό της λεξιλόγιο ήταν περιορισμένο στη χρήση του ηλεκτρικού μοχλού με τον οποίο ανεβοκατέβαζε το κρεβάτι της (ένα είδος παραδοσιακού παιχνιδιού που παίζεται στα νοσοκομεία από άτομα σαν την Κουρούνα), ήταν η γνωστή Γιάννα.

Η Γιάννα που χαμογελάει, βρίζει το διπλανό οδηγό, τσακίζει κοψίδια στη Βάρη, είναι συνεργός σε κλοπή ομοιώματος Κινέζου μάγειρα από εστιατόριο στο Καβούρι, είναι αναποφάσιστη ανάμεσα στην κρεμ καραμελέ ή τη βάφλα (βλ. φωτο), αλαφιάζεται, θυμώνει ή αστειεύεται.

Κι εγώ ο γνωστός Νίκος – που έτσι καταλαβαίνει πως αυτό που συνέβη τυχαία κάποια χρόνια πριν (η γνωριμία μας) ήταν σίγουρα για καλό (αλήθεια; σοβαρά;).

Περαστικά Μπούμπα. Μην με τρομάξεις ποτέ ξανά.Image Hosted by ImageShack.us


συνέχεια