Πέμπτη, Οκτωβρίου 20, 2005

Κάλβου 133-135

‘Σάλτα γαμήσου μωρή κάμπια!’ της φώναξα και ξεκίνησα να περπατάω πάνω κάτω στο δωμάτιο με τα νεύρα πάνω από το κεφάλι μου. Κάποιες φορές οι άνθρωποι περνούν περιόδους όπου τα πράγματα, καλά και κακά, συμβαίνουν όλα μαζί. Αυτές οι περίοδοι, ενώ πάντα τις αντιπαθούσα και όσο μπορώ τις αποφεύγω, έχουν μια ικανότητα να κατατρέχουν τις περισσότερες από τις μέρες του. Πολλές φορές συλλογίστηκα αν φταίω εγώ. Αν χωρίς να το επιδιώκω καταφέρνω να είμαι λάθος. Όχι πως κατάφερα ποτέ να απαντήσω στους συλλογισμούς μου. Μου άρεσε όμως ανέκαθεν να φιλοσοφώ πάνω στα μικρά πράγματα. Σταμάτησα να βηματίζω για λίγο. Στάθηκα μπρος στο παράθυρο μου. Στην άκρη βέβαια. Μου αρέσει να κοιτάζω έτσι - κρυφά. Μέσα μου η κίνηση αυτή λειτουργεί σχεδόν ηδονοβλεπτικά κι αυτό με αναζωογονεί. Δάγκωσα το κεράσι που ανάδευα για ώρα στο στόμα μου. Το βαθυκόκκινο δέρμα του ώριμου καρπού σκίστηκε στα δύο και ο χυμός του, λίγος σε ποσότητα – ικανός ωστόσο να ξυπνήσει τη γεύση, ταξίδεψε εκεί που η γλώσσα αντιλαμβάνεται το γλυκό. Τράβηξα με δύναμη την καμποτένια κουρτίνα και ένιωσα άσχημα για όσα σκέφτηκα για τη γειτόνισσα μου. Βούλιαξα ανόρεχτα στον καναπέ μου και πάτησα το play στο remote. H Peggy Lee συντρόφεψε τ αυτιά μου. ‘Get out of town before its too late my love’… Για μια στιγμή σκέφτηκα να κάνω πράξη τους στίχους. Δεν μπορούσα να φύγω όμως. Αυτό το ήξερα καλά. Δεν είναι αρκετό να θέλεις κάτι αν οι συνθήκες δεν σου επιτρέπουν να το πραγματοποιήσεις. Και οι συνθήκες σίγουρα δεν το επέτρεπαν. Πήγαινε ένα εξάμηνο που χα μείνει χωρίς δουλειά. Τα χρέη με έπνιγαν. Τα λιγοστά λεφτά μου –δανεικά κι αυτά- δεν μου αφήναν άλλα περιθώρια απ το να πάρω ένα ταξί μέχρι το κέντρο της πόλης. Για ποια απόδραση λοιπόν ήμουν ικανός να ονειρευτώ; Κοίταξα το μισοβαμμένο τοίχο απέναντι μου. ‘Φαίνεται πως τελικά δεν θα καταφέρω να τον βάψω ποτέ...’ σκέφτηκα πικρά. Όταν μετακόμισα σ αυτό το σπίτι έπαθα κατάθλιψη. Ένα εσωτερικό δυάρι του δευτέρου ορόφου. Η Η. το βρήκε πολύ χαριτωμένο. Της άρεσε που ήταν τόσο φωτεινό. Ίσως αυτό να ήταν και το μόνο πλεονέκτημα αυτού του κατά τ άλλα άθλιου σπιτιού. Αυτό και το χαμηλό του ενοίκιο βέβαια. Άλλωστε πλέον είχα μόνο το σπίτι. Η Η. είχε ήδη φύγει...

Τα κεράσια στο μπολ λιγόστεψαν θεαματικά. Σαν να με είχε πιάσει μια παράξενη μανία κι όσο συνειδητοποιούσα την αδυναμία μου να ξεφύγω από τον ξυπνό του εφιάλτη τα καταβρόχθιζα με ταχύτητα. Παράτησα το μπολ με δύναμη στο τραπέζι και δυνάμωσα τη μουσική. Δεν είχε σημασία πια τι άκουγα. Μόνο παρέα ήθελα. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου. Τα κράτησα επίτηδες κλειστά θαρρείς και φοβόμουν ν αντικρύσω ξανά το περιβάλλον μου. Δεν ήμουν ευχαριστημένος με τη ζωή μου. Αυτό ήταν σίγουρο.

Κατευθύνθηκα στο μπάνιο. Με το ζόρι. Άνοιξα τη βρύση και άφησα το νερό να τρέξει. Πολύ σύντομα ο μικρός χώρος γέμισε υδρατμούς. Έξω το τηλέφωνο χτυπούσε συνέχεια. Κάποιος επέμενε να μου μιλήσει. Μόνο που δεν άκουγα...
Ελαφρά ζαλισμένος προχώρησα και μπήκα κάτω από το ντους. Αυτή ήταν η στιγμή που πάντα μου άρεσε περισσότερο. Μέσα σ ένα ζεστό μπάνιο γεμάτο από πνιγηρούς υδρατμούς, κάθιδρος να μπαίνω κάτω από το παγωμένο πλέον νερό. Την ίδια στιγμή η μητέρα μου άφηνε στο μήνυμα της στον τηλεφωνητή μου: ‘είσαι καλά; Ανησυχώ. Πάρε τηλέφωνο. Την Κυριακή σε περιμένω για φαγητό. Μην μ αφήσεις πάλι μόνη...’. Βγαίνοντας από το μπάνιο είδα το φωτάκι που αναβόσβηνε. Απλώς πάτησα το erase και έσβησα το μήνυμα χωρίς να το ακούσω. Για κάποιο λόγο οι φίλοι είχαν χαθεί . Το ήξερα πως ήταν η μάνα μου. Δεν χρειαζόταν ν ακούσω το μήνυμα. Ο μοναδικός φίλος μου που συνήθιζε να μου τηλεφωνεί καθημερινά έλειπε σε διακοπές. Τώρα που το ξανασκεφτόμουν ίσως όμως να ήταν κάποιος άλλος... Ίσως ήταν τηλεφώνημα για δουλειά... Σήκωσα νευρικά το ακουστικό και τηλεφώνησα στο πατρικό μου. Κατειλλημένο. Ξανά. Κατειλλημένο. ‘Γαμώτο!’ μουρμούρισα. Την τρίτη φορά επιτέλους καλούσε.

- Μαμά;
- Έλα!
- Τι έγινε;
- Καλά. - Σε πήρα τηλέφωνο.
- Πότε;
- Πριν λίγο. - Σου άφησα μήνυμα.
- Το άκουσα.
- Θά ρθεις;
- Μπορεί. Θα σου τηλεφωνήσω. Κλείνω-έχω δουλειά.
- Μην μ αφήσεις πάλι μόνη Κυριακή μεσημέρι...
- Θα δούμε μαμά. Αν προλάβω...
- ‘θα δούμε’...
- Προτιμάς να σου πω πως θα ρθω και να μην έρθω;
- Όχι. Προτιμώ να ρθεις.
- Οκεϊ μαμά.
- Έλα...
- Θά ρθω. Το υπόσχομαι.
- Την Κυριακή.
- Την Κυριακή...

Δεν ήταν για δουλειά το τηλεφώνημα λοιπόν. Η κατάσταση συνέχιζε να είναι η ίδια μόνο που τώρα πρόσθετα σε ότι συνέβαινε, έπρεπε να πάω και στο πατρικό μου την Κυριακή. ‘Καλή φάση’ ψιθύρισα και ξαναπήγα στο σαλόνι. Ξαφνικά ένιωσα πως θέλω μια αγκαλιά. Πλησίασα πάλι το παράθυρο μου. Αναρωτήθηκα πως η διπλανή δεν είχε φάει τα λυσσακά της με τη μουσική. Για μια στιγμή ανησύχησα αλλά μετά έπνιξα την ευαισθησία μου. Δεν μου ήταν διόλου συμπαθής. Είχαμε επανειλημμένα μαλώσει επειδή πολύ συχνά έπρεπε ν αντιμετωπίσω τις ηχηρές παρατηρήσεις της, καθώς παραμόνευε και την λίγο περισσότερο από το επιτρεπτό έντονη αναπνοή μου. ΄Ωρες-ώρες ένιωθα πως ήμουν φυλακισμένος στο ίδιο μου σπίτι και δεν ήταν λίγες οι φορές που σκέφτηκα να απαγάγω το σκύλο της και να της τον επιστρέψω ψητό με πατάτες. Δεν το έκανα ποτέ γιατί έτσι κι αλλιώς ένα τέτοιο γεγονός μπορούσε να συμβεί μόνο στη σφαίρα της φαντασίας μου. Είμαι χαρακτηριστικά ήρεμος. Τόσο ήρεμος μάλιστα που αγγίζω τα όρια του νωθρού, ειδικά εκείνο τον καιρό που δεν εργαζόμουν. Με σκέψεις ανάκατες, σ ένα μυαλό που ένιωθα πως ‘με πονάει’, αποκοιμήθηκα στον καναπέ. Δεν ξύπνησα παρά για να πάω στο κρεβάτι μου κατά τις 4 το πρωί. Τα κουνούπια έκαναν καλή δουλειά πάνω μου και κατάφεραν να μου χαλάσουν την ησυχία. Ξημέρωνε Σάββατο.

Δεν ήθελα και πολλά. Απλώς μ έπιασε μια δίψα στις 8 το πρωϊ. Σηκώθηκα λοιπόν και πήγα στην κουζίνα. Πόσο θόρυβο μπορεί να κάνει κανείς πίνοντας ένα ποτήρι νερό; Πήρα το ποτήρι από το ντουλάπι, άνοιξα στη βρύση, γέμισα το ποτήρι, έκλεισα τη βρύση. ‘Ηπια. Ακούμπησα το ποτήρι μαλακά στο μαρμάρινο πάγκο. Καταστροφή! ‘Ε! Δεν είναι δυνατόν πρωϊ-πρωϊ! Μα καλά είσαι ζώον;’ Έγινα πυρ και μανία. Όπως ήμουν, μισόγυμνος, της χτύπησα την πόρτα. Δεν ξέρω τι ακριβώς την τρόμαξε αλλά μου την έκλεισε κατάμουτρα φωνάζοντας. Ένα περίεργο ντεκλίκ τσίμπησε το μυαλό μου. Χαμογέλασα με κακία και επέστρεψα στο κρεββάτι μου αρχίζοντας να σκιαγραφώ με απαλές αλλά αποφασισμένες γραμμές τον τρόπο εξόντωσης της. Επιτέλους είχα ένα σκοπό! Δεν είχε σημασία αν δεν είχα δουλειά ή λεφτά, δεν με πείραζε πια ούτε καν το κακομούτσουνο διαμέρισμα μου. Η δυστυχία μου για την Η. που με άφησε υποχώρησε μεμιάς και ούτε το γεγονός πως την επομένη έπρεπε να πάω στη μάνα μου για φαγητό με πτοούσε. Α! Ναι! Ήμουν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. ‘Θα την τρελλάνω την κάργια σκέφτηκα’ και μπήκα χαρούμενος στο ντους. Όταν βγήκα, σε χρόνο μηδέν από την ανυπομονησία που με είχε πιάσει, έφτιαξα ένα καφέ κάνοντας όσο περισσότερο θόρυβο μπορούσα. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση από δίπλα. Στιγμιαία μ έπιασε μια απίστευτη κατήφεια στη σκέψη πως θα μπορούσε να χει αυτοκτονήσει από τα νεύρα της, στερώντας μου έτσι την ευχαρίστηση να την οδηγήσω στην παραφροσύνη. Ευτυχώς οι φόβοι μου διαλύθηκαν όταν άκουσα μουσική από δίπλα. Ήταν λοιπόν ζωντανή! ‘Ωραία! Θα τη σκοτώσω λοιπόν εγώ!’ σκέφτηκα και ξέσπασα σε ένα γάργαρο γέλιο που την οδήγησε σ ένα μεγαλειώδες ‘Σκάσε’ το οποίο μ έφτιαξε ακόμη περισσότερο. ‘Κι εγώ σ αγαπώ’ της φώναξα και βάλθηκα να γράφω σ ένα χαρτί:

‘Αγαπημένη μου,

πάει καιρός που σε σκέφτομαι. Μην πιστεύεις πως η επιθετικότητα μου είναι κάτι άλλο παρά ο τρελλός έρωτας μου για σένα. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα, ένιωσα συγκίνηση σε σώμα και ψυχή. Πριν λίγο, όταν εμφανίστηκα μπρος σου με το εσώρουχο ο σκοπός μου ήταν ερωτικός. Άλλο αν εσύ με έκανες πέρα κλείνοντας μου την πόρτα στα μούτρα. Δεν απογοητεύομαι όμως. Ξέρω πως βαθιά μέσα σου κι εσύ δεν περιμένεις κάτι άλλο απ αυτό που έχω κι εγώ στο νου μου. Θέλω να σε δω και να μιλήσουμε. Θέλω να σου πω τα όσα υπέροχα έχω σκεφτεί για μας τους δυο.

Δώσε μου ένα σήμα...
Ν.’

Διαλύμενος από τα γέλια έβαλα τη σελίδα σ ένα φάκελο και τον πέταξα κάτω από την πόρτα της χτυπώντας την ελαφρά. Η απάντηση δεν άργησε να ρθει. Ένα ανορθόγραφο σημείωμα που έγραφε ‘ΕΙΣΑΙ ΑΝΟΜΑΛΟΣ ΡΕ!’ γλύστρησε πολύ σύντομα κάτω από την πόρτα μου. Το διάβασα χαμογελώντας με ευχαρίστηση. Τώρα ο πόλεμος είχε ξεκινήσει και τυπικά. Κι εγώ ήμουν έτοιμος να δώσω τον καλύτερο μου εαυτό. Έτσι κι αλλιώς δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω. Άνεργος, ναι – άεργος, όχι. Κι έπιασα δουλειά. Κατ’ αρχάς έβαλα πολύ δυνατά μουσική. ‘Κάτι να την τρομάξουμε...’ σκέφτηκα. Σε δευτερόλεπτα ‘τα άνθη του κακού’ από τη Diamanda Galas άρχισαν να δημιουργούν την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Το τηλέφωνο άρχισε να χτυπά. Μετά από καιρό το σήκωσα χωρίς να περιμένω να ‘ανοίξει’ τηλεφωνητής:

- Παρακαλώ;
- Κλείστο!
- Μωρό μου! Πως βρήκες το τηλέφωνο μου;
- απ’ τις πληροφορίες. Κλείστο!
- εγώ για σένα τόβαλα γλυκειά μου!
- χέστηκα! Κλείστο! Κλείστο! Κλείστο!
- μήπως προτιμάς κάτι άλλο;
- είσαι ανώμαλος ρε...

Έχασε την ψυχραιμία της. Ήταν φανερό. Ήμουν σε εξαιρετικά καλό δρόμο. Πήρα τα άπλυτα μου και τα κρέμασα σαν μπουγάδα στο μπαλκόνι φροντίζοντας να μπορεί να τα δει. Τα άπλυτα είναι πάντα άπλυτα. Και πάντα μυρίζουν. Ντύθηκα και βγήκα. Θα μάζευα τους καρπούς της προσπάθειας μου στην επιστροφή. Ήμουν σίγουρος.

Κατέβηκα περπατώντας στο κέντρο. Η Αθήνα έκαιγε αλλά εγώ ήμουν χαρούμενος. Ίσως τελικά να είχε δίκιο. Ίσως ήμουν ανώμαλος, αλλά δεν μ ένοιαζε. Δεν μου καιγόταν καρφί για την ακρίβεια. Κατεβαίνοντας την Ζωοδόχου Πηγής χτύπησα το κουδούνι της Φ. Πρωτοτύπως ήταν σπίτι. Η πρόβα της ακυρώθηκε κι αποφάσισε να μείνει για να διαβάσει. Ανέβηκα για λίγο. Είχα τουλάχιστον 8 μήνες να την δω ή να μιλήσουμε. Από τότε που χώρισα με την Η. απέφευγα όλους τους κοινούς μας φίλους. Ξέχασα όμως πως η Φ. ήταν ουσιαστικά δική μου φίλη. Μου το παραπονέθηκε αυτό. Φτιάξαμε καφέ και καθήσαμε στο βεραντάκι της στον ακάλυπτο. Υπό άλλες συνθήκες μ έπιανε κατάθλιψη σ αυτό το βεραντάκι αλλά εκείνη την ημέρα ήμουν τόσο διαφορετικά ζωντανός που σχεδόν μου άρεσε κιόλας. Μου είπε για το Μ. που μόλις είχαν χωρίσει γιατί τον ενοχλούσε λεει που ήταν ηθοποιός και δεν την έβλεπε αρκετά μόνη της. Τι μαλάκας κι αυτός... Σε όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας είχα εκείνο το ανεξήγητο ηλίθιο χαμόγελο που την έκανε να με ρωτήσει: ‘Ν. τι φάτσα ειν αυτή; Μήπως είσαι ερωτευμένος;’. Και της τα πα όλα. Χαρτί και καλαμάρι. Τα προβλήματα μου έξι μήνες τώρα, το χωρισμό μου με την Η., τα χρέη και τα άγχη μου, την κακή υγεία της μητέρας μου που όλο και χειροτέρευε. Και της είπα και για τη γειτόνισσα και τα σατανικά μου σχέδια. Ξέσπασε σε γέλια. ‘Είσαι τρελλός!’ μου είπε. ‘Ρε είσαι σίγουρος πως δεν την γουστάρεις;’ Την κοίταξα σαν να μου χε μόλις πει πως ο θείος μου ο φορτηγατζής (δεν έχω θείο φορτηγατζή) ψωνιζόταν στο πεδίο του Άρεως. ‘Είσαι καθόλου καλά ρε Φ.; Την έχεις δει;’ Η αλήθεια είναι πως δεν την είχε δει. Για να είμαι ειλικρινής κι εγώ εκείνη τη στιγμή δεν καλοθυμόμουν τη φάτσα της. Ελάχιστες φορές την είχα δει. Συνήθως την άκουγα. Έμεινα για λίγο ακόμη με τη Φ. η οποία πήρε προσωπικά το θέμα και μου πε πως αν σκεφτόταν κάτι αρκετά κακό θα μου το ‘δάνειζε’ για τον ιερό μου σκοπό. Είχε πάει σχεδόν μεσημέρι. Ίσα που προλάβαινα την αγορά στην Ευριπίδου. Κατέβαινα συχνά εκεί και χάζευα τα κουζινικά στα καταστήματα με τους εξοπλισμούς ξενοδοχείων. Έτσι για πλάκα. Μετά χωνόμουν στου Ψυρρή και συνήθως κατέληγα στο Μοναστηράκι ή στο Θησείο για καφέ. Μέσα στο μυαλό μου χόρευαν ανάκατες σκέψεις. Καλές – Κακές. Για κάποιο λόγο είχα καταφέρει και είχα απομονώσει το συναίσθημα και κατόρθωνα έτσι να διακρίνω τις λάθος συμπεριφορές μου σε όσα μου συνέβαιναν. Όχι, με διάθεση μετάνοιας. Απλώς για να ξέρω τι να αποφύγω την επόμενη φορά. Σε ότι αφορούσε τη γειτόνισσα μου βέβαια δεν διέκρινα κανένα λάθος. Η παραμικρή τύψη άλλωστε θα μ έκανε να τα παρατήσω. Τό ξερα αυτό.

Χαζεύοντας στα μικρομάγαζα του Ψυρρή η ώρα πήγε 3.
Όταν επέστρεψα σπίτι σίγουρα είχα κάθε λόγο να αισθάνομαι ικανοποιημένος με τον εαυτό μου. Λίγο αφού μπήκα στο διαμέρισμα χτύπησε η πόρτα μου. Ήταν ο διαχειριστής. Έντρομος με παρακάλεσε να μαζέψω την παράδοξη μπουγάδα μου από το μπαλκόνι λέγοντας μου πως η γειτόνισσα μου κόντεψε να πάθει νευρικό κλονισμό εξαιτίας της. Του εξήγησα με το πιο αθώο μου ύφος πως πλένω στο χέρι και ως εκ τούτου δεν τα καταφέρνω πολύ καλά και γι αυτό ίσως τα ασπρόρουχα μου δεν παρουσιάζουν το επιθυμητό αποτέλεσμα μετά το πλύσιμο. Δεν φάνηκε να πείθεται. Ανάμεσα σε άλλα φεύγοντας μου είπε: ‘κοίταξε παιδί μου. Ξέρω πως προσπαθείς να της κάνεις πλάκα, αλλά η γυναίκα είναι τρελλή. Μην μπέκεις μαζί της...’

Δεν πτοήθηκα. ‘Άλλωστε το γεγονός πως είναι τρελλή αυτή, δεν αναιρεί το γεγονός πως είμαι κι εγώ άλλο τόσο’ σκέφτηκα και βάλθηκα να μαζεύω την ‘μπουγάδα’ μου διπλώνοντας τακτικά τα άπλυτα ρούχα. Σε λίγο χτυπούσα το κουδούνι της έχοντας στα χέρια μου μια στοίβα καλοδιπλωμένα βρώμικα εσώρουχα. Μου άνοιξε και με κοίταξε με μίσος. ‘Τι θες;’ μου είπε. ‘Να, επειδή εσύ έχεις πλυντήριο σκέφτηκα μια και δεν καταφέρνω να τα πλύνω καλά στο χέρι, μήπως μπορώ να χρησιμοποιήσω το πλυντήριο σου, αγάπη μου;’. Δεν ξέρω τι την ενόχλησε περισσότερο. Η παράφρονη επιθυμία μου ή το ‘αγάπη μου’ στο τέλος. Πάντως σίγουρα θα με σκότωνε αν μπορούσε. Η σκηνή ήταν πράγματι απείρου κάλλους. Άρχισε να με σπρώχνει ενώ μου φώναζε πως είμαι στα σίγουρα βλαμένος κι εγώ της απαντούσα με τα πιο εντυπωσιακά γλυκόλογα που μου κατέβαιναν εκείνη την ώρα. Η στιγμή κορυφώθηκε όταν σε μια κίνηση δήθεν πληγωμένου εγωϊσμού της πέταξα μια από τις βρώμικες κάλτσες μου στη μούρη. Αυτό την έβγαλε εκτός εαυτού. Αν εξαιρέσει κανείς την αηδία που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της, θύμωσε τόσο που αν είχε τατουάζ θα ξέβαφαν από τα νεύρα της. Σε δευτερόλεπτα μου επιτέθηκε σκορπώντας τη ‘μπουγάδα’ μου στο πάτωμα. Άρχισε να πατάει τα σώβρακα μου και να μου τα πετάει παίρνοντας τα από κάτω, κάθε στιγμή που της δινόταν η ευκαιρία. Ομολογώ πως είχα μείνει άναυδος με τόση οργή. ‘Χρειάζεσαι επειγόντως διακοπές μωρό μου’ της είπα ΄και της χαμογέλασα πονηρά. Για λίγο κοντοστάθηκε οπότε κι εγώ άρπαξα την ευκαιρία να συνεχίσω λέγοντας: ‘ορίστε! Μου τα λέρωσες!’. ‘Είσαι βλαμένος ρε! Βλα-μέ-νος!’ μου φώναξε κλείνοντας μου την πόρτα. Μαζί με την δική της πόρτα έκλεισαν η μια μετά την άλλη και οι υπόλοιπες πόρτες του ορόφου μαζί με ηχηρούς ψιθύρους του τύπου ‘το καημένο το παλληκάρι...’ ή ‘είναι σαλεμένη, πάντα το λεγα’ κλπ. Είχα κερδίσει την συμπάθεια του ορόφου, αν όχι ολόκληρης της πολυκατοικίας λοιπόν. Αυτό από μόνο του ήταν μια νίκη. Χωρίς πλάκα τώρα έπρεπε επειγόντως να πλύνω τα εσώρουχα μου, ειδικά μετά την πανωλεθρία που είχαν υποστεί. Ευτυχώς θα πήγαινα στη μάνα μου την επομένη. Ευκαιρία για μπουγάδα. Κι ας γκρίνιαζε... Παράχωσα το άπλυτο μου βιός σε μια μαύρη σακκούλα σκουπιδιών και βάλθηκα να καθαρίζω με επιμέλεια το σπίτι. Έκανα ομολογουμένως απίστευτο θόρυβο μ αυτή μου τη λύσσα για καθαριότητα, αλλά τώρα είχα κάθε λόγο και κάθε διάθεση πολύ περισσότερο. Σύντομα βγήκε στο μπαλκόνι και μου είπε με ύφος που μετέφερε απολύτως την κατάσταση στην οποία την είχα φέρει : ‘είναι Σάββατο απόγευμα. Τώρα αποφάσισες να κάνεις γενική καθαριότητα;’. Αδιαφόρησα πλήρως και συνέχισα να καταβρέχω τον τοίχο με το λάστιχο. ‘Σου μιλάω!’ ούρλιαξε. Τι πιο φυσιολογικό; Γύρισα και την κοίταξα μόνο κρατώντας το λάστιχο στην ίδια ακριβώς θέση που το είχα προκειμένου να καθαρίσω τον τοίχο. Ήταν πράγματι διασκεδαστικό το ότι κατάβρεξα τόσο αυτή όσο και τον κοπρίτη της, τον οποίο από την τρομάρα της τον άφησε να πέσει κάτω αφήνοντας μια ηλίθια στριγγλιά. Δεν μπαίνω καν στον κόπο να ανασύρω το υβρεολόγιο με το οποίο με στόλισε.

‘Μήπως να κάνω μια παύση;’ σκέφτηκα ένοχα, σαν πιτσιρίκος που μόλις αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα της σκανταλιάς του. Έκανα στα γρήγορα ένα ντους, άλλαξα και βγήκα έξω. Περπατούσα χωρίς κάποιον προορισμό στους νυχτερινούς δρόμους. Σάββατο βράδυ, μεσοκαλόκαιρο η Αλεξάνδρας άδεια. ‘Όπως κάθε καλοκαίρι...’ σκέφτηκα. Κατέβηκα βαδίζοντας ως την Πατησίων χαζεύοντας έναν ορίζοντα που καθημερινά αγνοούμε λόγω της κίνησης που συνήθως επικρατεί. Στην πλατεία Αιγύπτου ένιωσα αυτή την τεράστια επιθυμία να δω θάλασσα. Αισθάνθηκα τυχερός που είχα αυτή την ιδέα δίπλα από τη Βικτώρια. Συνήθως θέλω πράγματα που δεν γίνονται. Πήρα το τρένο χωρίς να χτυπήσω εισιτήριο. Είχα καιρό να το κάνω αυτό. Παρά το ‘λάθος’ της κίνησης χαμογέλασα στην εφηβεία μου που πέρασε γρήγορα μπρος απ τα μάτια μου. Κατέβηκα στο σταθμό του Πειραιά και μπήκα στο λιμάνι. Στο σελφ-σερβις κόσμος περίμενε ένα ακόμη βραδυνό πλοίο. Ανάμεσα στα δεκάδες αλαλιασμένα από τη ζέστη βλέματα, αναγνώρισα ένα που ήξερα καλά. Δεν μπόρεσα να το αποφύγω. Με είχε δει. Δεν μπορούσα πλέον να μην της μιλήσω. Πλησίασα χαμογελαστός. Ιδρωμένη αλλά πανέμορφη με ένα άσπρο πουκάμισο. Ένα δικό μου άσπρο πουκάμισο. Απ αυτά που αγαπούσα και συνήθιζε να μου κλέβει ‘γιατί έχω πολλά’... Στα χέρια όπως πάντα ένα βιβλίο. Ο καλύτερος της σύντροφος. ‘Τι διαβάζεις αυτό τον καιρό Η.;’ τη ρώτησα. Με κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε δείχνοντας μου το εξώφυλλο του βιβλίου. Της έκλεισα το μάτι κι έφυγα. Καθώς απομακρυνόμουν ένιωσα τα μάτια της στην πλάτη μου. ‘Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς δεν θα στεναχωρηθεί για πολλή ώρα...’ μουρμούρισα και συνέχισα το δρόμο μου. Το ένα μέρος στο οποίο είχα την ελπίδα να ξεχαστώ φάνηκε να με περιγελά. Βγαίνοντας από το λιμάνι κοντοστάθηκα για λίγο προσπαθώντας ν αποφασίσω προς τα που να κατευθυνθώ. Δεν ήθελα να επιστρέψω σπίτι. Όσο κι αν δεν το παραδεχόμουν ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό, είχα ταραχτεί. Η Η. επέστρεψε στιγμιαία κι απρόσμενα και κατάφερε να με ρίξει από το σύννεφο μου. ‘Την επόμενη φορά θα φροντίσω να χω το discman μαζί μου’ σκέφτηκα και άρχισα να περπατώ παράλληλα με τη θάλασσα. Δεν ξέρω γιατί αλλά εκείνη τη στιγμή η καλύτερη ιδέα μου φάνηκε η εικόνα της Αθήνας. ΄Επρεπε έτσι κι αλλιώς να προλάβω το τρένο. Είχε πάει 11.30. Δεν άντεχα να επιστρέψω από τον Πειραιά με τα πόδια. Ανέβηκα ως το Γηροκομείο και κατηφόρισα στο σταθμό του Φαλήρου. Είχα βουλιάξει σε μια απίστευτη λύπη. Κάθισα ανάποδα προς τη φορά του τρένου και παρακολουθούσα τις εικόνες να με προσπερνάνε απειλητικά. Βλέποντας τους σταθμούς να εναλλάσονται γέμιζα σκέψεις, απομόνωνα στιγμές, έβλεπα τον εαυτό μου στις πλατφόρμες να περιμένω, προηγούμενες μέρες – προηγούμενες νύχτες. Θυμήθηκα τον ‘πληθυντικό αριθμό’ της Δημουλά και είπα δυνατά: ‘οι νύχτες από δω και πέρα’. Μοναστηράκι. Είπα να το παίξω τουρίστας. Ανέβηκα την Ερμού χαζεύοντας την κλειστή αγορά. Στο βάθος το Σύνταγμα με περίμενε αμετακίνητο μέσα στη καλοκαιρινή νύχτα. Διψούσα. Είχα καεί από τη ζέστη. Μπήκα στο μακντόναλντς και παράστησα τον πελάτη για ένα ποτήρι νερό. ‘Πού πάμε τώρα;’, αναρωτήθηκα. Βασιλίσσης Σοφίας. Ο παράδεισος μου. Άδεια. Περπατώ – περπατώ - περπατώ. Στην πλατεία Μαβίλη στέκομαι κάτω από το πατρικό μου. Φως στην κρεβατοκάμαρα. Η μάνα μου ήταν ακόμη ξύπνια. Για μια στιγμή πήγα να ανεβώ. Ήθελα μάλλον να νιώσω πως κάποιος θα χαρεί πραγματικά που θα με δει. ‘Μεγάλωσες πια’. Μάλωσα τον εαυτό μου και προσπέρασα. Είχα κουραστεί από το περπάτημα μες στη ζέστη. Δεν κατάλαβα πότε έφτασα σπίτι. Όταν γύρισα το κλειδί στην πόρτα του διαμερίσματος, η επίθεση της γειτόνισσας με βρήκε απροετοίμαστο. Την άφησα να φωνάζει στο διάδρομο. Δεν την άκουγα. Χρειαζόμουν ύπνο.

Και κοιμήθηκα.


συνέχεια