Σάββατο, Αυγούστου 20, 2005

Peace, love and understanding

Είπαμε ναι, καλά ήταν αλλά όσο πλησιάζει η ώρα που θα πάρω το αεροπλάνο για πίσω με πιάνουν τα διαόλια μου. Είπαμε yoga, ναι, αλλά έχουμε και νεύρα. Peace, love and understanding; Πλάκα μας κάνεις ρε Έλβις; Εγώ θέλω κι άλλες διακοπές...

.


συνέχεια

Δελτίο καιρού

-από το σημειωματάριο των διακοπών IIΙ-

Γνωρίστηκες με τις διαθέσεις σου χρόνια πριν. Πριν αναγνωρίσεις πραγματικά τις επιλογές σου. Δεν ήξερες να απαντήσεις σε ερωτήσεις περίπλοκες. Δεν είχες μάθει να τις αντιμετωπίζεις μάλλον.

Δεν κοιμόσουν για να ξεκουραστείς. Περισσότερο για ν’ αλλάξεις παραστάσεις. Για ν’ αλλάξεις κόσμο. Ποτέ όμως δεν τα κατάφερνες. Πάντα επέστρεφες. Γιατί πάντα ξυπνούσες. Και κάθε που ξυπνούσες άλλο ένα ταξίδι είχε τελειώσει. Δεν υπήρχε ούτε από, ούτε προς, πλέον. Μόνο εδώ. Ένα τεράστιο, ατελείωτο, ανάλατο εδώ.

Τότε χανόταν η μπάλλα. Επειδή δεν ήξερες τι να πεις. Δεν ήξερες πώς. Και πώς αλήθεια να λες πάντα αυτό που σκέφτεσαι; Δεν είναι πάντοτε εύκολο-δεν είναι επιτρεπτό κάτι τέτοιο. Γι αυτό το βουλώνεις. Μαθαίνεις να μη μιλάς. Μαθαίνεις να μην κλαις όταν δε πρέπει. Να μη γελάς όταν δεν είναι σωστό. Να μην αναπνέεις σχεδόν, όταν ενοχλείς.

Έβγαινες μια βόλτα-πήγαινες στη θάλασσα. Καθόσουν και κοιτούσες. Εκνευριστικός παρατηρητής στην άκρη: κι ήταν μόνο ένα βήμα μπρος ή ένα βήμα πίσω. Μπρος ή πίσω; ΄Ώρες ολόκληρες είχες αναρωτηθεί. Ώρες ολόκληρες είχες σταματήσει το χρόνο φοβούμενος μήπως αποφασίσεις λάθος. Μήπως πας λάθος μπρος. Μήπως πας λάθος πίσω. Και έμενες. Εκεί. Στη μέση. «Ούτε βήμα μπρος–ούτε πίσω. Ούτε στάση–ούτε μη στάση». Πάλι ο Έλιοτ σου έκλεινε το μάτι.

Και έμενες αδρανής μπροστά από το βήμα. Φοβισμένος πίσω του. Βαρετός στο βαρετό «εκεί» σου. Το αστείο είναι πως δεν καθόσουν ποτέ. Πάντα όρθιος με άλλοθι την ετοιμότητα. Καρφωμένος στις υγρές πλάκες δεν αποφάσιζες. Δε μιλούσες. Δεν τολμούσες να ξεστομίσεις ούτε την αναπνοή σου. Στην προσπάθεια σου να μιλήσεις, ν’ αφήσεις λίγο σέρα με ήχο να βγει προς τα έξω με τη μορφή των λέξεων, κάπνιζες. Αναβόσβηνες τσιγάρα. Ασταμάτητα έφτυνες ομιχλώδεις αναπνοές. Ένιωθες καλύτερα όταν αυτό το έκανες με τα μάτια κλειστά. Κι ήταν πολλές οι φορές που όταν τα άνοιγες, τα ξανάκλεινες αμέσως. Βιαστικά. Φοβόσουν τα γέλια που άκουγες να σε πλησιάζουν όποτε τα κρατούσες για πολλή ώρα ανοιχτά.

Αυτό έκανες πάντα. Μικρές αναιρέσεις κινήσεων: Αναβόσβηνες τσιγάρα, ανοιγόκλεινες μάτια, ανεβοκατέβαινες μυστικές σκάλες και πηγαινοερχόσουν σε σκοτεινούς διαδρόμους. Μέσα στο μυαλό σου έβρεχε συνέχεια. Μια παράξενη βροχή που έπεφτε επαναληπτικά και απειλητικά μόνο για να επιβεβαιώνει τους φόβους σου, για να νομιμοποιεί, στιγμιαία έστω, τις παράνοιες σου. Κι ύστερα μεταβολή. Λίγο αργότερα, επιστροφή πάλι σε σύντομα όνειρα.

Μια στιγμή μετά, αναπνέεις πάλι κανονικά. «Ίσως να ήταν μόνο κακό όνειρο», σκέφτεσαι. Και κλείνεις ξανά τα μάτια.


συνέχεια