Σάββατο, Ιουνίου 11, 2005

Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα;

Πού πας μωρή ψωριάρα στο Kempinsky; Εγώ χρωστάω νοίκια, κοινόχρηστα, Κωτσόβολο, κάρτες, δάνειο και τετρακόσια πενήντα γιούρια εφορία (new entry αυτό) κι εσύ πας στο χλιδάτο, στο λουσάτο, στο ντρέπεσαι να μπεις μέσα; Παίρνω τηλέφωνο ο χριστιανός να κλαφτώ κι εσύ κάνεις βεγγέρες με βόρεια είδη;
Εντάξει κατάλαβα! It’s official! Σ’ αυτόν τον κόσμο είμαι μόνος, εγώ κι ο κοντρα-τενόρος του τρίτου (και λες πάει στο διάολο αυτός αμολάει και δεκαπέντε κορώνες την ημέρα και εκτονώνεται. Εγώ; Τι θα κάνω εγώ, μου λες;).

Δεν υπάρχει Θεός σας λέω. Σαββατιάτικο ανοίγεις το μάτι σου το ζωντανό (πρώτα το ένα και μετά το άλλο με προσοχή αφού σιγουρευτείς πως δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι που ξύπνησες) και μεταξύ beaute και bidet (προφέρονται μποτέ και μπιντέ, τι είναι μην τα ρωτάτε – παίρνουν ώρα πάντως) σκάει το τηλεφώνημα:

-Παρακαλώ;
-Ελα καλημέρα (ο μπαμπάς)
-Ελα, τι γίνεται;
-Καλά. Ήρθε η Εφορία.
-Σύσσωμη;
-Άσε τα αστεία. Σε περιποιήθηκαν φέτος.

Σε αυτό το σημείο οι ελπίδες μου χαθήκανε τα όνειρα μου σβήσαν και επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά πως ότι αρχίζει ωραία τελειώνει με πόνο, οι πικραμένες καρδιές το ξέρουνε μόνο.
Τι να σας λέω τα τι και τα πώς, η ουσία είναι μία και ο μπακλαβάς γωνία: πρέπει να πληρώσω ΚΑΙ εφορία.
Μήπως να μεταναστεύσω; Μήπως ν’ αλλάξω φύλο και να αποκτήσω κι εγώ το μαγικό τριχωτό τριγωνάκι που θα μου χαρίσει πλούτη και δόξα; Μήπως να χώσω κάτι παραπάνω του γιατρού και να μου βολέψει κι ένα ακόμη κάπου παραδίπλα να τ’ αρπάξω διπλά; Κοτσάνι θα πέρναγα ο άνθρωπος και αφορολόγητα – διότι θα έβρισκα τον κατάλληλο τρακτερόβλαχο και βασίλισσα θα με είχε.

Αχ, Πουτάνα θάλασσα που σε γαμούν τα ψάρια! Πάω για μοσχαρίσια στα Βλάχικα και βλέπουμε.

Υ.Γ. Δεν ξέρω πως σας φαίνεται αλλά σκέφτομαι να βάλω τηλεφωνητή που να λεει «από Παρασκευή απόγευμα μέχρι Δευτέρα μεσημέρι απαγορεύονται τα δυσάρεστα μηνύματα, ξαναπάρτε από Τρίτη».
Λέτε να έχει αποτέλεσμα;


συνέχεια