Κυριακή, Σεπτεμβρίου 04, 2005

Έρημος

"Αν θυμάμαι καλά, κάποτε ήταν η ζωή μου έκπαγλη γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές κι όλα τα κρασιά κυλούσαν.
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατα μου.
Και τη βρήκα πικρή.
Και τη βλαστήμησα."


(Arthur Rimbaud, Μια εποχή στην κόλαση)

*

Όταν το τηλέφωνο δε χτυπάει Σάββατο βράδυ παρά μόνο για να επιβεβαιώσει πως ακόμη διατηρείς φιλίες for old times sake αρχίζει ένα ατελείωτο κυνηγητό με τη μνήμη από άλλα Σαββατόβραδα που πάλι τα πέρασες προσπαθώντας να μάθεις ποιοι κατοικούν στο ταβάνι σου.

Έτσι, σηκώνεσαι από το κρεβάτι και πας στο μπάνιο. Μπαίνεις κάτω από το νερό και κάνεις γρήγορα, όσο πιο γρήγορα μπορείς. Ντύνεσαι και φεύγεις. Θα βγεις. Θα βγεις έξω Σάββατο βράδυ έχοντας αποφασίσει πως δεν θα επιστρέψεις μόνος. Ή πως θα κοιμηθείς αλλού. Σε κρεβάτι που δεν ξέρεις και δεν πρόκειται να ξαναδείς ποτέ.

Και τραβιέσαι. Εκεί που περιμένει το γαμήσι. Στα μέρη όπου οι άνθρωποι είναι αποφασισμένοι να πείσουν τους εαυτούς τους πως αρέσουν στους άλλους. Εκεί που προσπαθούν για να μη δείξουν πως θέλουν ό,τι κι εσύ.

Θα μπεις και θα πας ίσια στη μπάρα. Θα ζητήσεις κάτι, ό,τι σου κατέβει. Κάτι που ίσως δεν πίνεις συχνά. Θα κοιτάξεις γύρω. Θα προσπαθήσεις να κάνεις σαφές πως είσαι διαθέσιμος. Θα αφήσεις το βλέμμα σου δεξιά-αριστερά κι αν είσαι τυχερός απόψε δεν θα μείνεις έρημο σώμα ώσπου να ξημερώσει. Θα χαμογελάσεις στο λάθος άνθρωπο, θα σου μιλήσει αυτός που δεν θα κοιτούσες ποτέ. Θα γίνεις λιώμα επειδή ξέρεις πως το κενό μέσα σου το έφτιαξες μόνος σου.

Κι όταν κουραστείς από την απραξία, θα πληρώσεις και θα φύγεις με την απόφαση πως ποτέ ξανά δεν θα γίνεις κομμάτι μιας τέτοιας βραδιάς.
Το επόμενο Σάββατο, πάλι εδώ.


Στον Κ.


συνέχεια